άπαιχτος


άπαιχτος
Προφορά

Ετυμολογία
άπαιχτος ἀ στερητικό + παίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ άπαιχτος -η, -ο

✦ που δεν παίχτηκε: το έργο του έμεινε άπαιχτο είκοσι χρόνια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.