άοπλος


άοπλος
Προφορά

Ετυμολογία
άοπλος αρχαία ελληνική ἄοπλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άοπλος -η, -ο

✦ ο χωρίς όπλα, ξαρμάτωτος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ένοπλος, οπλισμένος
Επιρρήματα
άοπλα (Κ αόπλως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.