άξιος
Προφορά
Ετυμολογία
άξιος αρχαία ελληνική ἄξιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άξιος -ια, -ιο
✦ αυτός που έχει αξία, που είναι ικανός, κατάλληλος για κάτι: άξιος κυβερνήτης – άξιο παλικάρι
✦ επιφων. φρ. άξιος άξιος, επιφώνημα επιδοκιμασίας κατά τη χειροτονία κληρικού
✦ (με γεν.) που του αξίζει, που του αρμόζει κάτι: άξιος θαυμασμού – οίκτου – καλλιτέχνημα άξιο κάποιας αθανασίας (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος)
✦ φρ. είναι άξιος της τύχης του, πάσχει δίκαια
✦ ισάξιος, αντάξιος: Έλληνες της πατρίδος και των προγόνων άξιοι (Α. Κάλβος)
✦ (με την πρόθ. για ή βουλητ. πρόταση) αυτός που έχει την αξία για κάτι, που του ταιριάζει κάτι: άξια για νοικοκυριό – άξιος γι’ αυτή τη διάκριση – δεν θα ήμουν πια άξια να μ’ αγαπάς (Γ. Δροσίνης)
✦ φρ. άξιος ο μισθός σου, η ανταμοιβή σου είναι αντάξια της προσφοράς σου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανάξιος
Επιρρήματα
άξια (Κ αξίως)