άνοιγμα
Προφορά
Ετυμολογία
άνοιγμα μεταγενέστερη ελληνική ἄνοιγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άνοιγμα
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανοίγω
✦ μέρος όπου υπάρχει δίοδος, είσοδος: έμπαινες στη σκηνή από δύο πλαϊνά ανοίγματα
✦ ξέφωτο, άδεντρος τόπος μέσα σε δάσος: τα δέντρα αραίωναν, οι καβαλάρηδες προχώρησαν στο άνοιγμα να ξαποστάσουν τα άλογα
✦ σχισμή, χαραμάδα, οπή
✦ διεύρυνση, πλάτος: το άνοιγμα της πλατείας
✦ αρχή της λειτουργίας: το άνοιγμα της εκθέσεως – του καταστήματος
✦ άνθηση: το άνοιγμα των μπουμπουκιών
✦ κίνηση για δημιουργία διακρατικών, οικονομικών κ.ά. σχέσεων
✦ διάρρηξη αγγείου ή ιστού του σώματος: το άνοιγμα της πληγής
✦ (μτφ. ) έλλειψη αντικρίσματος, αδυναμία εκπληρώσεως εμπορικών ή χρηματικών υποχρεώσεων: η επιχείρηση έχει άνοιγμα πολλών εκατομμυρίων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κλείσιμο
Επιρρήματα
–