άνοια


άνοια
Προφορά

Ετυμολογία
άνοια αρχαία ελληνική ἄνοια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η άνοια

✦ μωρία |(ιατρ.) βαθμιαία και μόνιμη εξασθένηση των πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.