άνηβος


άνηβος
Προφορά

Ετυμολογία
άνηβος αρχαία ελληνική ἄνηβος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άνηβος -η, -ο

✦ ο μη έφηβος ακόμα: τα μικρά, άγουρα κορίτσια με το αγορίσιο, άνηβο κορμί (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.