άνεμος


άνεμος
Προφορά

Ετυμολογία
άνεμος αρχαία ελληνική ἄνεμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο άνεμος

✦ ρεύμα του ατμοσφαιρικού αέρα: ας μη βρέξει ποτέ το σύννεφον και ο άνεμος σκληρός ας μη σκορπίσει το χώμα το μακάριον που σας σκεπάζει (Α. Κάλβος)
✦ (κ. μτφ.) πολιτικό ή κοινωνικό ρεύμα: άνεμος ελευθερίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.