άνδρωση


άνδρωση
Προφορά

Ετυμολογία
άνδρωση ανδρώνομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η άνδρωση

✦ το να ανδρωθεί κάποιος, να φθάσει στην ανδρική ηλικία
(μτφ. ) ανάπτυξη, ωρίμανση: αποβλέπω στην άνδρωση του λόγου (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.