άνανδρος
Προφορά
Ετυμολογία
άνανδρος αρχαία ελληνική ἄνανδρος
Ερμηνεία
άνανδρος
✦ κ. άναντρος, -η, -ο επίθ. (Κ -νδρος, -ον) δειλός
✦ ο αταίριαστος σε ανδρικό χαρακτήρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανδροπρεπής, αντρίκειος
Επιρρήματα
άνανδρα κ.άναντρα (Κ ανάνδρως)