άμυνα


άμυνα
Προφορά

Ετυμολογία
άμυνα αρχαία ελληνική ἄμυνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η άμυνα

✦ υπεράσπιση, απόκρουση επιθέσεως
✦ το σύνολο των μέσων για την αντιμετώπιση εχθρού ή κινδύνου: αντιαεροπορική άμυνα – η άμυνα κατά των ναρκωτικών
✦ ικανότητα αντιστάσεως σε επικίνδυνες ή ανεπιθύμητες ενέργειες ή επιδράσεις: η άμυνα του οργανισμού στα μικρόβια
✦ (νομ.) φρ. εν αμύνη ή νόμιμη άμυνα, το δικαίωμα να υπερασπίζει κάποιος τον εαυτό του δρώντας εναντίον επιτιθέμενου
✦ ενεργός άμυνα, που δεν περιορίζεται στην απόκρουση επιτιθέμενου αλλά συνοδεύεται από επίθεση

Συνώνυμα

Αντίθετα
παθητική άμυνα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.