άμυλο


άμυλο
Προφορά

Ετυμολογία
άμυλο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἄμυλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το άμυλο

✦ φυτική ουσία, λευκή, άοσμη, που βρίσκεται στα σπέρματα των δημητριακών καρπών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.