άμετρος
Προφορά
Ετυμολογία
άμετρος αρχαία ελληνική ἄμετρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άμετρος -η, -ο
✦ αμέτρητος, αναρίθμητος: σαν ήρθαν οι άμετροι οι οχτροί, το πήραν τ’ όμορφο καστρί (Μ. Αυγέρης)
✦ υπερβολικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άμετρα (Κ αμέτρως)