άμεστος
Προφορά
Ετυμολογία
άμεστος ἀ στερητικό + μεστός – μεστώνω
Ερμηνεία
άμεστος
✦ κ. αμέστωτος, -η, -ο επίθ. που δεν έχει ακόμη μεστώσει, άγουρος
✦ (για πρόσ.) αυτός που δεν έφτασε ακόμη σε σωματική ή πνευματική ωριμότητα
Συνώνυμα
ανώριμος, άπλερος, αγίνωτος
Αντίθετα
μεστωμένος, ώριμος, γινωμένος
Επιρρήματα
–