άμεμπτος


άμεμπτος
Προφορά

Ετυμολογία
άμεμπτος αρχαία ελληνική ἄμεμπτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άμεμπτος -η, -ο

✦ που δεν επιδέχεται μομφή, κατηγορία: εσύ για με, προστάτης άγγελός μου, άμεμπτα φύλαε τα πατήματά μου (Α. Λασκαράτος)

Συνώνυμα
ανεπίληπτος, άψογος, αψεγάδιαστος
Αντίθετα
επίμεμπτος, αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος
Επιρρήματα
άμεμπτα (Κ αμέμπτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.