άμβλυνση
Προφορά
Ετυμολογία
άμβλυνση αρχαία ελληνική ἄμβλυνσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η άμβλυνση
✦ ελάττωση της αιχμηρότητας οργάνου
✦ (μτφ. ) εξασθένιση, ελάττωση της οξύτητας, της εντάσεως: άμβλυνση των πολιτικών παθών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–