άλως
Προφορά
Ετυμολογία
άλως αρχαία ελληνική ἅλως
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η άλως
✦ φωτεινός δακτύλιος γύρω από τη σελήνη και τον ήλιο
✦ ο φωτοστέφανος των αγίων
✦ ο ρόδινος ή μαύρος κύκλος γύρω από τη θηλή μαστού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–