άλφιτο
Προφορά
Ετυμολογία
άλφιτο αρχαία ελληνική ἄλφιτον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άλφιτο
✦ εύχρ. συν. στον πληθ. άλφιτα, χοντροαλεσμένο αλεύρι ιδ. από κριθάρι
✦ χοντροαλεσμένα δημητριακά ή όσπρια: άλφιτο σίτου (το πλιγούρι)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–