άλυτος


άλυτος
Προφορά

Ετυμολογία
άλυτος αρχαία ελληνική ἄλυτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άλυτος -η, -ο

✦ που δε λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί
(μτφ. ) που δεν έχει βρεθεί ακόμη η λύση του ή που δεν επιδέχεται κάποια λύση: άλυτα προβλήματα

Συνώνυμα
δεμένος, δέσμιος ,ακατάλυτος, αδιάσπαστος
Αντίθετα
λυμένος, λυτός
Επιρρήματα
άλυτα (Κ αλύτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.