άλμα


άλμα
Προφορά

Ετυμολογία
άλμα αρχαία ελληνική ἁλμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το άλμα

✦ πήδημα
✦ αθλητικό αγώνισμα: άλμα εις μήκος, άλμα εις ύψος, άλμα τριπλούν
(μτφ. ) γοργή πρόοδος, απότομη μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη

Συνώνυμα
πήδος, σάλτο
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.