άκρο


άκρο
Προφορά

Ετυμολογία
άκρο └ουδ┘ του επιθέτου άκρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το άκρο

✦ το ακραίο σημείο ή τμήμα κάθε πράγματος: το ανατολικό άκρο της πόλης – τα άκρα του σχοινιού
✦ φρ. απ’ άκρου εις άκρον, σε όλη την έκταση, πέρα για πέρα
(μτφ. ) υπερβολή, ακρότητα: φρ. φθάνω στα άκρα, οδηγούμαι σε ακρότητες – άνθρωπος των άκρων, που φθάνει σε ακρότητες, που οι ενέργειες ή οι εκδηλώσεις του δεν έχουν μέτρο
✦ (πληθ.) τα άκρα (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.