άκμονας


άκμονας
Προφορά

Ετυμολογία
άκμονας αρχαία ελληνική ἄκμων

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο άκμονας

✦ σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται ως υπόθεμα για τη σφυρηλάτηση μετάλλων, το αμόνι
✦ φρ. μεταξύ σφύρας και άκμονος, ανάμεσα σε δύο εξίσου ολέθρια δεινά, σε πολύ δύσκολη θέση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.