άκλειστος
Προφορά
Ετυμολογία
άκλειστος αρχαία ελληνική ἄκλειστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άκλειστος -η, -ο
✦ που δεν τον έκλεισαν ή που δεν κλείνει, ανοιχτός: άκλειστα παράθυρα
✦ (συνεκδ.) ακλείδωτος: η πόρτα της κουζίνας ήταν άκλειστη και μπήκαν οι κλέφτες
✦ ασυμπλήρωτος: έχει άκλειστα τα είκοσι
✦ που δεν ολοκληρώθηκε, δεν τελείωσε: άκλειστη συμφωνία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άκλειστα