άκλαυτος


άκλαυτος
Προφορά

Ετυμολογία
άκλαυτος αρχαία ελληνική ἄκλαυτος και -αυστος

Ερμηνεία
άκλαυτος

✦ κ. άκλαυστος, -η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) αυτός που δεν τον έκλαψε κανείς: πήγε άκλαυτος
✦ αυτός που δεν έκλαψε

Συνώνυμα
αθρήνητος, αμοιρολόγητος ,αδάκρυτος, ασυγκίνητος
Αντίθετα
πολύκλαυτος
Επιρρήματα
άκλαυτα (Κ ακλαύτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.