άθλο


άθλο
Προφορά

Ετυμολογία
άθλο αρχαία ελληνική =áθλον, ομηρ. ἄεθλον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το άθλο

✦ βραβείο για τον νικητή σε αθλητικό αγώνα

Συνώνυμα
έπαθλο
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.