άθληση
Προφορά
Ετυμολογία
άθληση μεταγενέστερη ελληνική ἄθλησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η άθληση
✦ αγώνας, άμιλλα
✦ επίδοση στον αθλητισμό και, μεταφορικά, σε οποιαδήποτε, επίπονη προσπάθεια: η δουλειά αυτή είναι μια καθημερινή άθληση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–