άδυτος


άδυτος
Προφορά

Ετυμολογία
άδυτος αρχαία ελληνική ἄδυτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άδυτος -η, -ο

✦ ανεξερεύνητος, όπου κανείς δεν μπορεί να εισδύσει: τα άδυτα της ψυχής
✦ το ουδ. άδυτο(ν) ως ουσ., το εσώτατο του ναού, όπου η είσοδος δεν επιτρέπεται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.