άδροσος


άδροσος
Προφορά

Ετυμολογία
άδροσος ἀ στερητικό + δρόσος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άδροσος -η, -ο

✦ ο χωρίς δροσιά, στεγνός, ξερός: φτασμένα από άδροσες σπηλιές κι από νεκρά χωράφια (Τέλλος Άγρας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.