άδρομος


άδρομος
Προφορά

Ετυμολογία
άδρομος ἀ στερητικό + δρόμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άδρομος -η, -ο

✦ που δεν έχει δρόμους, άβατος: άδρομο βουνό
✦ που έχει λίγους και κακούς δρόμους: άδρομο νησί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.