άγριος
Προφορά
Ετυμολογία
άγριος αρχαία ελληνική ἄγριος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άγριος -ια, -ιο
✦ ο μη εξημερωμένος
✦ (για φυτά) ακήπευτος, ακαλλιέργητος, που φυτρώνει μόνος του: γαλάζια πεταλούδα που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο (Διον. Σολωμός)
✦ (για άψυχα, πράγματα ή καταστάσεις) φοβερός, τρομερός, βίαιος
✦ (για πρόσ.) πρωτόγονος, απολίτιστος, βάρβαρος
✦ σκληρός, ωμός, άσπλαχνος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ήμερος ,κηπευτός, ήμερος ,γαλήνιος, ήρεμος
Επιρρήματα
άγρια:εφέτος άγρια μ’ έδειρεν η βαρυχειμωνιά (Κ. Παλαμάς) (Κ αγρίως)