άγραφος
Προφορά
Ετυμολογία
άγραφος αρχαία ελληνική ἄγραφος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άγραφος -η, -ο
✦ ο μη γραμμένος
✦ που δεν μπορεί να γραφτεί, να περιγραφεί
✦ πρωτάκουστος· στη φρ. αυτό είναι από τ’ άγραφα
✦ άγραφος νόμος, νόμος που επιβάλλεται από την καθιερωμένη ηθική, από εθιμικούς κανόνες ζωής: υπάρχουν κι άγραφοι νόμοι χαραγμένοι στην καρδιά του ανθρώπου (Μ. Στασινόπουλος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–