άγνοια
Προφορά
Ετυμολογία
άγνοια αρχαία ελληνική ἄγνοια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η άγνοια
✦ έλλειψη γνώσεως ή ενημερώσεως: ευτυχίζω σε σένα… την άγνοια του κόσμου (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
αγνωσία, αμάθεια
Αντίθετα
γνώση, ειδημοσύνη
Επιρρήματα
–