άγευστος
Προφορά
Ετυμολογία
άγευστος αρχαία ελληνική ἄγευστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άγευστος -η, -ο
✦ άνοστος, που δεν ικανοποιεί στη γεύση
✦ που δε γεύτηκε κάτι
✦ αυτός που δεν τον γεύτηκε κανείς
✦ (μτφ. ) ανίδεος, άμαθος: άγευστος της φιλοσοφίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
γευστικός, νόστιμος ,γνώστης, κάτοχος
Επιρρήματα
–