άγγελος


άγγελος
Προφορά

Ετυμολογία
άγγελος αρχαία ελληνική ἄγγελος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο άγγελος

✦ αγγελιαφόρος, κομιστής αγγέλματος, μηνύματος
✦ άγγελοι κ. αγγέλοι, πνεύματα που στέλνει ο Θεός στους ανθρώπους για τη γνωστοποίηση των θελήσεών του: από το θρόνο του Άπλαστου οι αγγέλοι εκατεβήκαν (Διον. Σολωμός)
(μτφ. ) άνθρωπος με αισθήματα αγγελικά, καλοκάγαθος
✦ άνθρωπος με αγγελική μορφή, ωραίος |φρ. βλέπω τον άγγελό μου, είμαι στα τελευταία μου, ψυχορραγώ – (παροιμία) δεν δίνει του αγγέλου του νερό, για τσιγκούνη ή και κακότροπο άνθρωπο

Συνώνυμα
παγκαλόμορφος
Αντίθετα
διάβολος, δαίμονας, σατανάς
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.