άγαρμπος
Προφορά
Ετυμολογία
άγαρμπος ἀ στερητικό + γάρμπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άγαρμπος -η, -ο
✦ άκομψος, ακαλαίσθητος, άχαρος
✦ (ειδ. για φορέματα) ο όχι καλά προσαρμοσμένος
✦ άπρεπος, ανοίκειος: άγαρμπο αστείο
Συνώνυμα
ασουλούπωτος
Αντίθετα
-γαρμπάτος, γαρμπόζος
Επιρρήματα
άγαρμπα