άγαλμα
Προφορά
Ετυμολογία
άγαλμα αρχαία ελληνική ἄγαλμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το άγαλμα
✦ γλυπτό ή χυτό ομοίωμα θεού, ανθρώπου ή ζώου κατασκευασμένο από μάρμαρο, πέτρα, ξύλο, μέταλλο ή άλλη ύλη
✦ φρ. στέκει σαν άγαλμα, ακίνητος και χωρίς να μιλά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–