άβυσσος
Προφορά
Ετυμολογία
άβυσσος αρχαία ελληνική επίθετο ἄβυσσος, -ον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η άβυσσος
✦ το πολύ μεγάλο και απότομο βάθος σε θάλασσα, λίμνη, πηγάδι κτλ.
✦ βαθύτατο χάσμα γης, βάραθρο
✦ (μτφ. ) ακαταμέτρητο χάσμα, απέραντη, χαώδης έκταση
✦ (μτφ. ) τα κατάβαθα της ψυχής: βλέπουμε μες στην άβυσσο και στην καρδιά τ’ ανθρώπου (Δ. Σολωμός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–