ηβηφρενία
Προφορά
Ετυμολογία
ηβηφρενία └αγγλ┘hebephrenia
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ηβηφρενία
✦ (ιατρ.) μορφή σχιζοφρένιας που προσβάλλει εφήβους και χαρακτηρίζεται από διαταραχή των ψυχικών λειτουργιών και διανοητική ανεπάρκεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–