pursuer Posted on 12 Ιουνίου 2019 by — Leave a reply pursuerΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/pursuer.mp3{pər’su:ər} (Ουσιαστικό)● επιδιώκων● διώκτης Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση