perusal Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply perusalΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/perusal.mp3{pə’ru:zəl} (Ουσιαστικό)● προσεκτική ανάγνωση● διάβασμα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση