knot Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply knotΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/k/knot.mp3{nɒt} (Ουσιαστικό)● κόμπος● κόμβος● δεσμός● όζος● όμιλος● φιόγκος● ρόζος ξύλου● ναυτικός κόμβος● δυσκολία (Ρήμα)● δένω● συνδέω● δένω με κόμβο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση