hook


hook
Προφορά

{hʋk}

(Ουσιαστικό)
● γάντζος
● τσεγκέλι
● τσιγγέλι
● άγκιστρο
● μαγκούρα

(Ρήμα)
● αγκιστρεύω
● πιάνω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.