σύγχρονος
Προφορά
Ετυμολογία
σύγχρονος μεταγενέστερη ελληνική σύγχρονος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σύγχρονος -η, -ο
✦ που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με κάποιον άλλον, ταυτόχρονος
✦ ο της ίδιας χρονικής περιόδου ή της ίδιας ηλικίας
✦ που ανήκει στη σημερινή εποχή, τωρινός, σημερινός, μοντέρνος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος, καθυστερημένος
Επιρρήματα
συγχρόνως