ολοκάθαρος
Προφορά
Ετυμολογία
ολοκάθαρος όλος + καθαρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ολοκάθαρος -η, -ο
✦ ο εντελώς καθαρός
✦ ο εντελώς διαυγής
✦ (μτφ. ) ο εντελώς σαφής: ολοκάθαρο νόημα
✦ (μτφ. ) ο εντελώς αγνός, άμωμος
Συνώνυμα
κατακάθαρος, πεντακάθαρος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ολοκάθαρα