κρανιοεγκεφαλικός


κρανιοεγκεφαλικός
Προφορά

Ετυμολογία
κρανιοεγκεφαλικός κρανίον + εγκεφαλικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κρανιοεγκεφαλικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο και τον εγκέφαλο: κρανιοεγκεφαλική κάκωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.