στρατοκράτης
Προφορά
Ετυμολογία
στρατοκράτης στρατός + β΄ συνθ. κρατέω -ώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο στρατοκράτης
✦ αυτός που κυβερνά με τη βοήθεια του στρατού ή που υποστηρίζει την ανάμειξη του στρατού στην πολιτική ζωή μιας χώρας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–