ρείθρο
Προφορά
Ετυμολογία
ρείθρο αρχαία ελληνική ῥεῖθρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ρείθρο
✦ ρυάκι: χυμένο ασήμι τρέχει το ρείθρο (Κ. Χατζόπουλος)
✦ αυλάκι για να κυλάει το νερό: νερό τρεχάμενο στα ρείθρα (Ν. Καρούζος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–