βυζαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
βυζαίνω εβύζασα, αόρ. του βυζάνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βυζαίνω
✦ (για βρέφος ή νεογνό ζώου) ρουφώ γάλα από το μητρικό μαστό
✦ (για μητέρα) θηλάζω το βρέφος
✦ απομυζώ υγρή ουσία, ρουφώ το χυμό κάποιου πράγματος: ο κισσός γαντζώθηκε στον τοίχο…. βύζαξε τη μουσκεμένη πέτρα (Π. Πρεβελάκης)
✦ ρουφώ, πιπιλίζω
✦ (μτφ. ) αποσπώ συστηματικά ωφελήματα από κάποιον
Συνώνυμα
απομυζώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–