απωθώ
Προφορά
Ετυμολογία
απωθώ αρχαία ελληνική ἀπωθῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απωθώ -είς, -εί
✦ απομακρύνω με ώθηση, σπρώχνω
✦ αποκρούω
✦ (κ. μτφ.): το καινούργιο, το καλό έργο στην τέχνη, μας τραβά πάντα και ταυτόχρονα μας απωθεί (Γ. Σεφέρης)
✦ (μτφ. ) αρνούμαι, δεν δέχομαι
✦ είμαι αποκρουστικός, προκαλώ απέχθεια
✦ η μτχ. παθ. πρκμ. απωθημένος, -η, -ο(ν), μετατοπισμένος στο υποσυνείδητο: φρ. έβγαλε τα απωθημένα του (εκδήλωσε τις διαθέσεις που είχε αποκρύψει)
✦ η προστ. άπωσον, (ναυτ. παράγγελμα) σπρώξε, αβάρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–