ύψος


ύψος
Προφορά

Ετυμολογία
ύψος αρχαία ελληνική ὕψος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ύψος

✦ η από τη βάση ως την κορυφή κατακόρυφη απόσταση
✦ έξαρση ή έκταση πάνω από την επιφάνεια του εδάφους ή της θάλασσας
✦ το πάνω από το έδαφος οριζόντιο επίπεδο
(μτφ. ) υπεροχή, υψηλή θέση ή αξίωμα
(μτφ. ) ο μέγιστος βαθμός, το ανώτατο όριο, το αποκορύφωμα
(μτφ. ) η ιδιότητα του ηθικά ή πνευματικά υψηλού
✦ (μουσ.) ο ορισμένος βαθμός οξύτητας μουσικού φθόγγου
✦ (αστρον.) η γωνιακή απόσταση από την οπτική ακτίνα του ουράνιου σώματος
✦ πληθ. τα ύψη, τα ψηλά στρώματα της ατμόσφαιρας
✦ φρ. ή του ύψους ή του βάθους, αποφασίστηκε και ό,τι βγει, ερρίφθη ο κύβος· για κάποιον ή κάτι που χαρακτηρίζεται από ακραίες επιλογές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.