ύφεση


ύφεση
Προφορά

Ετυμολογία
ύφεση μεταγενέστερη ελληνική ὕφεσις,

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ύφεση

✦ κατέβασμα, χαμήλωμα
✦ ελάττωση της εντάσεως, υποχώρηση
✦ (μουσ.) σημάδι που χρησιμεύει, για να δείξει ότι ένας φθόγγος χαμηλώνει κατά ένα ημιτόνιο· η υποβίβαση της αξίας ενός φθόγγου κατά ένα ημιτόνιο
✦ (οικον.) κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση της παραγωγής, της απασχόλησης και των άλλων δεικτών της οικονομίας, ά. κρίση
✦ (πολιτ.) κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται μείωση της έντασης στις σχέσεις μεταξύ κρατών

Συνώνυμα

Αντίθετα
έξαρση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.